-
1 ἀνθέω
ἀνθέω, hervorsprießen, hervorwachsen, Od. 11, 320, vom hervorkeimenden Barthaar; vgl. ἀνήνοϑε; Ar. Lys. 1257 ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσει, dor. Von Hes. an ist die herrschende Bdtg: blühen, sowohl im eigtl. Sinne, als u. noch häufiger übertr.: den höchsten Punkt erreichen, ἐν ὥρᾳ, ἐφ' ὥρᾳ, in der Fülle der Jugendkraft. Plat. Rep. V, 475 a; Plut. Pericl. 16; σῶμα ἀνϑεῖ Plat. Alc. 1, 131 c; τὸ ἀνϑοῦν, blühender Körper, Plut. Pomp. 2; τὸ ἀνϑοῦν τῆς δυνάμεως, der Kern der Truppen, Cor. 39; seltener in üblen Dingen, πάϑος Aesch. Ch. 1004; νόσος ἤνϑ ηκεν Soph. Trach. 1079; gew. prangen, glänzen, φοινικίσι Xen. Cyr. 6, 4, 1; Ueberfluß haben, reich sein, ἀνϑεύσης τῆς Ἀσίης, Ἐρετρίης, Her. 4, 1. 6, 127; vgl. Thuc. 1, 19; πλοῠτος ἤνϑησε σφίσιν Pind. P. 10, 18; bes. vom Ruhm, κλέος ἄνϑησεν 1, 66; vgl. N. 9, 39; mit hinzutretendem dat., Her. 4, 1; πέλαγος ἀνϑοῠν νεκροῖς Aesch. Ag. 645; δόξῃ, in hohen Ehren stehen; ohne δόξῃ Ar. Equ. 528 Nubb. 949; auch in späterer Prosa, vom Philosophen, Plut. adv. Stoic. 1; πρὸς δοξαν Sertor. 18; ἀγαϑοῖς πᾶσιν Luc Scyth. 9; πολλαῖς τε καὶ ἀγρίαις ἐπιϑυμίαις Nigr. 16, ist voll von Lüften; ἐπ ὶ ταῖς ἐλπίσι Dem. 2, 10. – Bei Sp. auch trans., hervorsprossen lassen, s. Lob. zu Soph. Ai. p. 93.
-
2 ἁμαμηλίς
ἁμαμηλίς, ίδος, ἡ, eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten, vielleicht Mispel, Hippocr.; Ath. XIV, 650 c οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ' ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον, vgl. ἐπιμηλίς. Der Name wurde abgeleitet von ἅμα μήλῳ ἀνϑοῠν.
-
3 ἁμά-σῡκον
ἁμά-σῡκον, τό, μῆλον, ein feigenähnlicher Apfel; nach Pausan. bei Eust. ἅμα σύκῳ ἀνϑοῠν. – Auch ἁμασυκάδες, Hesych.
См. также в других словарях:
ἀνθοῦν — ἀνθέω blossom pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀνθέω blossom pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… … Dictionary of Greek
Άρτα — Πόλη (υψόμ. 30 μ., 19.435 κάτ.) της Ηπείρου, πρωτεύουσα του νομού Άρτης (βλ. λ.) και έδρα του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Αρταίων, δήμος). Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του κάτω ρου του ποταμού Αράχθου, στην προσχωσιγενή πεδιάδα της Ά. ή… … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Μπενάρες — Πόλη (1.100.754 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Πανάρχαια πόλη, εμφανίστηκε στο φως της ιστορίας την πρώτη χιλιετία π.Χ. Αφού κατελήφθη από τον Mουχάματ Γούρι (1194) και από τον Mπαμπούρ (1529), τον 18ο αι. περιήλθε στους κυρίους της Μ., οι οποίοι το… … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek